ακοίταχτος

ακοίταχτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν παρατηρήθηκε, δε θεωρήθηκε: Στέλνει στο τυπογραφείο τα χειρόγραφά του ακοίταχτα.
2. αυτός που παραμελήθηκε: Μήνες τώρα τον έχουν αφήσει ακοίταχτο.
3. αυτός που δεν εξετάζεται από γιατρό: Άφησε τον εαυτό του ακοίταχτο και τα 'παθε αυτά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακοίταχτος — η, ο και ακοίταγος [κοιτάζω] 1. αυτός που δεν τόν κοίταξαν 2. αυτός που δεν τόν φρόντισαν, που δεν τόν πρόσεξαν 3. αυτός που δεν έτυχε ιατρικής περίθαλψης, που δεν εξετάστηκε από γιατρό …   Dictionary of Greek

  • ακύτταχτος — η, ο βλ. ορθ. ακοίταχτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”